- εὐμηχανίᾳ
- εὐμηχανίαι , εὐμηχανίαskill in devising meansfem nom/voc plεὐμηχανίᾱͅ , εὐμηχανίαskill in devising meansfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐμηχανία — εὐμηχανίᾱ , εὐμηχανία skill in devising means fem nom/voc/acc dual εὐμηχανίᾱ , εὐμηχανία skill in devising means fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμηχανία — εὐμηχανία και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) [ευμήχανος] 1. επιτηδειότητα στην επινόηση μέσων 2. εφευρετική ικανότητα («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῡ εὐμηχανίας», Λουκιαν.) 3. φρ. «τύχης εὐμηχανία» η ευπορία τής τύχης … Dictionary of Greek
εὐμηχανίας — εὐμηχανίᾱς , εὐμηχανία skill in devising means fem acc pl εὐμηχανίᾱς , εὐμηχανία skill in devising means fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμηχανίαι — εὐμηχανία skill in devising means fem nom/voc pl εὐμηχανίᾱͅ , εὐμηχανία skill in devising means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμηχανίαν — εὐμηχανίᾱν , εὐμηχανία skill in devising means fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благохоудожьство — БЛАГОХОУДОЖЬСТВ|О (1*), А с. Умение, мастерство, опытность: хвалю и бл҃гохудожьства мужа. еже о паствахъ. и бл҃гожитье. ГБ XIV, 173г; εὐμηχανία Срезн., I, 108 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευμήχανος — η, ο (ΑΜ εὐμήχανος, ον Α δωρ. τ. εὐμάχανος, ον) (για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ ἀμηχανώτεροι» άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση τής ζωής, άλλοι δε… … Dictionary of Greek
εὐμαχανίαν — εὐμᾱχανίᾱν , εὐμηχανία skill in devising means fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)